Ο ΜΥΘΟΣ ΤΩΝ ΔΕΣΜΩΤΩΝ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
Μ΄ολα ταύτα κατεβαίνει πάλι μέσα στό σπήλαιο καί καταλαμβάνει τήν παλαιά θέση του. Αν τώρα θελήσει ή υποχρεωθεί να ερμηνεύσει στήν πλευρά τού βάθους τού σπηλαίου σκιές, επειδή αυτός γνωρίζει πλέον καλά τήν ουσία τών όντων, κανείς δέν θα τόν πιστέψει. Όλοι θα τόν χλευάζουν λέγοντας ότι κατέστρεψε τα μάτια του με τήν έξοδό του από το σπήλαιο. Οποιονδήποτε ο οποίος θα προσπαθούσε τυχόν να τούς ελευθερώσει από τα δεσμά καί να τούς οδηγήσει έξω πρός το φώς θα τόν θεωρούσαν εχθρό καί θα τόν κακοποιούσαν ίσως σάν ζητούντα να τούς κάνει δυστυχείς.
Τελειώνει εδώ ο μύθος τού οποίου ασφαλώς διακρίναμε τήν αλληγορία. Οι εντός τού σπηλαίου δεσμώτες είμαστε βεβαίως εμείς όλοι καί ο κόσμος τών σκιών είναι ο περιβάλλον ημάς αισθητός κόσμος τών φαινομένων. Εκτός σπηλαίου είναι ο πραγματικά υπάρχων κόσμος, το αληθινό ΕΙΝΑΙ, οι ΙΔΕΕΣ. Τα αισθητά είναι αποτελέσματα γενέσεως, μεταβολής καί παροδικότητας, οι ιδέες είναι άχρονες, αόρατες, ασαφής, αδιαίρετες, καί αναλλοίωτες, εκτός γενέσεως καί παραδοτικότητας, είναι το αληθινό, το αιώνιο, το γενικό. Οι ιδέες είναι τα αρχέτυπα τών αισθητών, τα δε αισθητά οι απομιμήσεις τών ιδεών, οι ιδέες είναι παρούσες στά αισθητά καί χορηγούν σε αυτά εκείνο το οποίο απαρτίζει τήν ουσία τους. Προχωράμε ήδη στήν περαιτέρω ερμηνεία τού μύθου. Ελευθερώνεται τών δεσμών του ένας από τούς δεσμώτες, ανέρχεται στό φώς καί κατορθώνει να γνωρίσει τα πραγματικά αντικείμενα. Αυτό σημαίνει προφανώς ότι σκοπός κάθε εκπαιδευτικής-μορφωτικής προσπάθειας δέον να είναι μόνον αυτός: Εξω από το σκοτάδι καί τήν απατηλότητα τού αισθητού κόσμου, εμπρός, πρός τήν περιοχή τών ιδέων. Η αγωγή-μόρφωση (αυτό θέλει να σημάνει η παραβολή) δέν συνίσταται στό να δώσουμε στήν ψυχή μας μία γνώση πού είναι ξένη πρός τήν ουσία της καί στό να τήν αναγκάσουμε να εμβαθύνει περισσότερο πρός τα αισθητά πράγματα, τα οποία είναι απομιμήσεις τού αληθινού Είναι, γνήσια μόρφωση-αγωγή τής ψυχής είναι το να διδαχτή η ψυχή τι υπάρχει στά βάθη τής ουσίας της, να αποστραφεί από τόν κόσμο τού γίγνεσθαι καί να αχθή στόν κόσμο τού όντως καί να κρατιέται εκεί έως ότου μπορέσει να ανέχεται τήν θέα τού αληθινού κόσμου καί οικειωθεί το έν αυτώ λαμπρότατο, το αγαθό. Μία τέτοια εκπαιδευτική επίδραση καθίσταται δυνατή, διότι η ψυχή δέν είναι εκ φύσεως κολλημένη στά αισθητά, αλλά, επειδή κατάγεται από μία περιοχή μεταξύ τού αισθητού κόσμου καί τού κόσμου τών ιδεών, έχει τήν ανάμνηση πάλαι υπό αυτής θεαθέντος κόσμου τών ιδεών καί σέρνεται, έλκεται, έχει τήν τάση να ανέλθει πρός αυτές, ωθούσα δε καί οδηγούσα αυτήν πρός τα επάνω δύναμης είναι, όπως είπαμε, ο έρωτας. Ενα ακόμη σημείο τού μύθου έχει ανάγκη διευκρινήσεως. Μετά τήν επίτευξη τής ανόδου στίς ιδέες, λέει μέσω τού μύθου ο Πλάτωνας, δέν πρέπει να ζούμε αποκλειστικά γιά τόν κόσμο εκείνο καί να παραμελήσουμε τόν δικό μας κόσμο, τόν κόσμο τών αισθητών καί τών αισθήσεων. Ο Πλάτωνας ζητάει από τόν επιτυχόντα τήν θέαση-οικείωση τών ιδεών να κατεβεί στό σπήλαιο εν μέσω τών άλλοτε συνδεσμωτών του, γιά να ερμηνεύσει, σωστά πλέον, τήν ζωή τών σκιών, ζητεί δηλαδή (κατά τήν Χριστιανική καί Τεκτονική ορολογία) να μήν κρύψει το “τάλαντον”, αλλά να θέση αυτό στήν υπηρεσία τής ανθρωπότητας, να γίνει διδάσκαλος ή αλλιώς, τέκνο τού φωτός καί να ασκήσει ψυχαγωγία πρός το αληθινό, το αγαθό, το θείο. Ο Τεκτονισμός ασφαλώς προσυπογράφει σάν “επιμύθιο” τήν σχετική πολύκροτη Πλατωνική ρήση: “Εάν μη ή οι φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν εν ταίς πόλεσιν ή οι βασιλείς τε νύν λεγόμενοι καί δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τε καί ικανώς καί τούτο είς ταυτό ξυμπέση, δύναμίς τε πολιτική καί φιλοσοφία,ούκ έστι κακών παύλα, ώ φίλε Γλαύκων, εν ταίς πόλεσι, δοκώ δε ουδέ τώ ανθρωπίνω γένει”.
